Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα αγριολούλουδα

  • 1 полевой

    полевой αγροτικός· \полевойые работы οι αγροτικές εργασίες· \полевойые цветы τα αγριολούλουδα
    * * *

    полевы́е рабо́ты — οι αγροτικές εργασίες

    полевы́е цветы́ — τα αγριολούλουδα

    Русско-греческий словарь > полевой

  • 2 полевой

    полев||о́й
    прил
    1. ἀγροτικός:
    \полевойые работы ἡ δουλειά στό χωράφι, οἱ ἀγροτικές ἐργασίες· \полевойые цветы τά ἀγριολούλουδα·
    2. воен. πεδινός:
    \полевойг*я артиллерия τό πεδινό πυροβολικό· \полевой госпиталь τό νοσοκομείο ἐκστρατείας· \полевойа́я почта τό στρατιωτικό ταχυδρομείο· \полевой бинокль ἡ διόπτρα (или τά κιάλια) ἐκστρατείας· ◊ \полевой шпат мин. ὁ ἀστερίας.

    Русско-новогреческий словарь > полевой

  • 3 цветок

    цвет||ок
    м τό ἄνθος, τό λουλούδι:
    полевые \цветокы τά ἀγριολούλουδα· живые \цветокы τά φυσικά ἄνθη· искусственные \цветокы τά τεχνητά λουλούδια· собирать \цветокы μαζεύω λουλούδια.

    Русско-новогреческий словарь > цветок

  • 4 цвет

    -а, πλθ. цвета α.
    χρώμα, χρωματισμός•

    красный цвет κόκκινο χρώμα•

    тмный цвет το σκούρο χρώμα•

    цвет кожи το χρώμα του δέρματος•

    смуглый цвет лица μελαχροινό χρώμα του προσώπου.

    α.
    1. (συνήθως πλθ. цветы -ов), λουλούδι, άνθος•

    живые -ы φυσικά άνθη•

    ис-куственные -ы τεχνητά άνθη•

    полевые -ы αγριολούλουδα.

    2. μτφ. το εκλεκτότερο μέρος από κάτι, η αφρόκρεμα•

    цвет молоджи το άνθος της νεολαίας•

    цвет науки το άνθος της επιστήμης.

    3. άνθιση, -μα, λουλούδισμα•

    в -у στο άνθισμα•

    до -а πριν το άνθισμα.

    || αθρσ. • τα άνθη, τα λουλούδια•

    липовый цвет τα λουλούδια της φλαμουριάς.

    εκφρ.
    дать цвет – ανθίζω, βγάζω λουλούδια•
    в (во) -е лет – στο άνθος της ηλικίας.

    Большой русско-греческий словарь > цвет

См. также в других словарях:

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… …   Dictionary of Greek

  • Γιαννόπουλος, Περικλής — (Πάτρα 1869 – Σκαραμαγκάς Αττικής 1910). Λογοτέχνης. Έγινε γνωστός από την ιδιότυπη κίνησή του για την αναμόρφωση του νέου ελληνισμού. Γιος γιατρού και μητέρας από τη μεγάλη οικογένεια των Χαιρέτηδων που η καταγωγή της έφτανε έως το Βυζάντιο,… …   Dictionary of Greek

  • Γουλιμής, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1886 – 1963).Νομικός και βοτανολόγος. Ο Γ. υπήρξε διακεκριμένος μελετητής της ελληνικής χλωρίδας. Καταγόταν από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου και σπούδασε νομικά στην Αθήνα, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στη Ρώμη. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Κόντογλου, Φώτης — (Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1897 – Αθήνα 1965). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, αφού πρώτα διέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην… …   Dictionary of Greek

  • Μανθόπουλος, Δημήτριος — (Δράμα 1937 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία και σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, κυρίως την παιδική. Έγραψε ποιήματα, μυθιστορήματα και διηγήματα. Στα ελληνικά γράμματα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη — Στεγάζεται σε ένα όμορφο κτίριο των αρχών του 20ού αι. σε μια πάροδο της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου (Καλλισπέρη 12), πολύ κοντά στην Ακρόπολη. Στις προθήκες του παρουσιάζονται κοσμήματα και σχέδια κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων από την …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Χατζόπουλος — Επώνυμο 2 αδελφών, ενός συγγραφέα και ενός δημοσιογράφου. 1. Δημήτριος (Αγρίνιο 1872 – Αθήνα 1936). Δημοσιογράφος. Είναι γνωστός και με τα ψευδώνυμα Μποέμ, Πεζοπόρος, Διαβάτης, Αττικός κ.ά. Για ένα διάστημα μετανάστευσε στην Αίγυπτο, όπου… …   Dictionary of Greek

  • ασπρολογώ — ησα, φαίνομαι άσπρος: Ο κάμπος ασπρολογούσε απ τα αγριολούλουδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»